Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
СБЛИЖАТЬ, сблизить что с чем, близить, приближать, придвигать, переносить ближе. Пар сближает города. Нас познакомил случай, а сблизила дружба. Разнородных понятий сближать нельзя. -ся, страд., ·средин. и взаимн. по смыслу. Дорога спрямится, так и город с нами сблизится.
| Время сближается, наступает, близится.
| Обе стороны сблизились уже на выстрел.
| Они познакомились и сблизились, подружились. Сближенье, ·сост. по гл. и действие по гл. на -ть и на -ся. Сблизка, в близком расстоянии. Я сблизка стрелял, да промахнулся. Сближатель, сблизитель, сблизивший что или кого.
сближать
несов. перех.
1) Перемещать на более близкое расстояние, приближать друг к другу.
2) а) перен. Устанавливать более тесную связь.
б) Создавать близкие отношения между кем-л.
в) Делать более близким, отвечающим интересам, потребностям кого-л., чего-л.
3) а) Создавать сходство, подобие между кем-л., чем-л.
б) Устранять резкие различия между чем-л.
сближать
СБЛИЖ'АТЬ, сближаю, сближаешь. ·несовер. к сблизить .